- ὑποκόλπιος
- ὑποκόλπιοςlying on the bosommasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υποκόλπιος — ον, ΜΑ αυτός που βρίσκεται μέσα στην αγκαλιά κάποιου («μὴ τὸν ἐραστὴν εἶδες ἔχονθ ὑποκόλπιον ἄλλην;», Ανθ. Παλ.) αρχ. 1. αυτός που είναι κρυμμένος μέσα στην αγκαλιά ή κάτω από τη ζώνη κάποιου (α. «βιβλίδιον... πολλάκι φοιτήσεις ὑποκόλπιον», Ανθ.… … Dictionary of Greek
ὑποκόλπιον — ὑποκόλπιος lying on the bosom masc/fem acc sg ὑποκόλπιος lying on the bosom neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκολπίοις — ὑποκόλπιος lying on the bosom masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκολπίους — ὑποκόλπιος lying on the bosom masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκόλπια — ὑποκόλπιος lying on the bosom neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκόλπιε — ὑποκόλπιος lying on the bosom masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόλπος — I (Ανατ.). Όρος που αναφέρεται στις παρακάτω ανατομικές δομές: 1. Κ. ή κολεύς. Μυομεμβρανώδης σωληνώδης δομή που εκτείνεται από το αιδοίο στον τράχηλο της μήτρας. Ο κ. έχει κυλινδρικό σχήμα και λίγο πλατυσμένο από μπροστά προς τα πίσω. Το μήκος… … Dictionary of Greek
υποκολπίδιος — ον, Α ὑποκόλπιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κόλπος (Ι) + κατάλ. ίδιος] … Dictionary of Greek
υπόκολπος — ον, Μ ὑποκόλπιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κόλπος (Ι) (πρβλ. πρό κολπος)] … Dictionary of Greek
λαυροστάτης — Χορευτής του μεσαίου στοίχου του Χορού στο αρχαίο θέατρο. Ονομαζόταν και δευτεροστάτης ή υποκόλπιος. Ο Χορός εμφανιζόταν συνήθως διαιρεμένος σε τρεις στοίχους και ο λ. ήταν δεύτερης κατηγορίας χορευτής … Dictionary of Greek